κερατοφάγος

κερατοφάγος
κερᾱτο-φάγος [φᾰ], ον,
A eating horn, Hsch.s.v. ἴψ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κερατοφάγος — κερατοφάγος, ον (Α) (για είδος σκουληκιού) αυτός που τρώει τα κέρατα τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β ἔ φαγ ον)] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”